πλαστογραφώ

πλαστογραφώ
πλαστογραφῶ, -έω, ΝΜΑ [πλαστογράφος]
διαπράττω πλαστογραφία, καταρτίζω πλαστό έγγραφο ή νοθεύω άλλο, γνήσιο, απομιμούμενος έντεχνα τον γραφικό χαρακτήρα κάποιου άλλου και αποβλέποντας σε προσωπικό όφελος
νεοελλ.
μτφ. διαστρέφω, παραποιώ σκόπιμα την αλήθεια («πλαστογράφησε τα ιστορικά γεγονότα στον λόγο του»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλαστογραφώ — πλαστογραφώ, πλαστογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλαστογραφώ — πλαστογράφησα, πλαστογραφήθηκα, πλαστογραφημένος 1. απομιμούμαι τη γραφή άλλου με δόλο: Πλαστογράφησε την υπογραφή του συνεταίρου του. 2. κατασκευάζω ψεύτικο έγγραφο: Πλαστογράφησαν γραμμάτια της επιχείρησης. 3. παραποιώ την αλήθεια: Πολλοί δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστογράφημα — το, ΝΜ [πλαστογραφώ] το αποτέλεσμα τού πλαστογραφώ, νόθο, πλαστό έγγραφο …   Dictionary of Greek

  • πλαστογράφηση — η, Ν η ενέργεια τού πλαστογραφώ, η πλαστογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. πλαστογράφησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • απομιμούμαι — (AM ἀπομιμοῡμαι, έομαι) μιμούμαι ακριβώς, ενεργώ κατ απομίμηση νεοελλ. 1. αντιγράφω πρωτότυπο, κατασκευάζω ομοίωμα 2. παραποιώ με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράσσω αρχ. προσπαθώ να εκφράσω κάτι με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • καλπονοθεύω — 1. νοθεύω το αποτέλεσμα τών εκλογών με παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων 2. εμφανίζω τα πράγματα ανακριβώς, πλαστογραφώ την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα] …   Dictionary of Greek

  • μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …   Dictionary of Greek

  • μιμούμαι — (ΑΜ μιμοῡμαι, έομαι) [μίμος] 1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.) 2. (για ηθοποιό) υποδύομαι νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”