πλαστογραφώ — πλαστογραφώ, πλαστογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλαστογραφώ — πλαστογράφησα, πλαστογραφήθηκα, πλαστογραφημένος 1. απομιμούμαι τη γραφή άλλου με δόλο: Πλαστογράφησε την υπογραφή του συνεταίρου του. 2. κατασκευάζω ψεύτικο έγγραφο: Πλαστογράφησαν γραμμάτια της επιχείρησης. 3. παραποιώ την αλήθεια: Πολλοί δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαστογράφημα — το, ΝΜ [πλαστογραφώ] το αποτέλεσμα τού πλαστογραφώ, νόθο, πλαστό έγγραφο … Dictionary of Greek
πλαστογράφηση — η, Ν η ενέργεια τού πλαστογραφώ, η πλαστογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. πλαστογράφησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
απομιμούμαι — (AM ἀπομιμοῡμαι, έομαι) μιμούμαι ακριβώς, ενεργώ κατ απομίμηση νεοελλ. 1. αντιγράφω πρωτότυπο, κατασκευάζω ομοίωμα 2. παραποιώ με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράσσω αρχ. προσπαθώ να εκφράσω κάτι με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
καλπονοθεύω — 1. νοθεύω το αποτέλεσμα τών εκλογών με παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων 2. εμφανίζω τα πράγματα ανακριβώς, πλαστογραφώ την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα] … Dictionary of Greek
μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… … Dictionary of Greek
μιμούμαι — (ΑΜ μιμοῡμαι, έομαι) [μίμος] 1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.) 2. (για ηθοποιό) υποδύομαι νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
πλαστογραφία — Η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, με σκοπό την παραπλάνηση άλλου προσώπου όσον αφορά ένα γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και η εν γνώσει χρησιμοποίηση πλαστού ή νόθευση εγγράφου. Η π. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα … Dictionary of Greek